- εστίαμα
- το (Α ἑστίαμα) [εστιώ]1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» — τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.)2. γεν. τροφή, φαγητό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑστίαμα — ἑστίᾱμα , ἑστίαμα banquet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιαμάτων — ἑστιᾱμάτων , ἑστίαμα banquet neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάμασι — ἑστιά̱μασι , ἑστίαμα banquet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάματα — ἑστιά̱ματα , ἑστίαμα banquet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάματι — ἑστιά̱ματι , ἑστίαμα banquet neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)